Σεξουαλικός στα γερμανικά
Μετάφραση: σεξουαλικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sexuell, geschlechtlich, sexuelle, sexuellen, sexueller, Sexual
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σεξουαλικός
σεξουαλικός τουρισμός, σεξουαλικόσ σαδισμόσ, σεξουαλικός αυτισμός, σεξουαλικός διμορφισμός, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, σεξουαλικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, σεξουαλικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- σεντόνι στα γερμανικά - blatt, platte, blech, bettlaken, laken, segelleine, schot, ...
- σεξ στα γερμανικά - geschlechtsverkehr, sexualität, genus, geschlecht, sex, wohnort?, alter, ...
- σεξουαλικότητα στα γερμανικά - sexualität, Sexualität, Orientierung, Sexuality, die Sexualität, der Sexualität
- σεπτός στα γερμανικά - ehrwürdig, erhaben, ehrwürdigen, ehrwürdige, ehrwürdiger, altehrwürdigen
Τυχαίες λέξεις
Σεξουαλικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: sexuell, geschlechtlich, sexuelle, sexuellen, sexueller, Sexual
Μεταφράσεις: sexuell, geschlechtlich, sexuelle, sexuellen, sexueller, Sexual