Σπονδυλωτό στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σπονδυλωτό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гръбначен, гръбначно животно, гръбначно, върху гръбначни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπονδυλωτό
σπονδυλωτό πρόγραμμα ειδικής αγωγής, σπονδυλωτό ζώο, χελώνα σπονδυλωτό, σπονδυλωτό φλάουτο, βάτραχος σπονδυλωτό, σπονδυλωτό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σπονδυλωτό στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σπογγώδης στα βουλγαρικά - порест, гъбест, рохкав, шуплив, шуплест
- σπονδυλικός στα βουλγαρικά - гръбначен, гръбначния, вертебрална, гръбначният, вертебрални
- σποραδικός στα βουλγαρικά - спорадичен, спорадична, спорадично, спорадични, спорадичната
- σπουδάζω στα βουλγαρικά - проучване, изследване, проучването, изследването
Τυχαίες λέξεις
Σπονδυλωτό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: гръбначен, гръбначно животно, гръбначно, върху гръбначни
Μεταφράσεις: гръбначен, гръбначно животно, гръбначно, върху гръбначни