Σπονδυλωτό στα εσθονικά
Μετάφραση: σπονδυλωτό, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selgroogne, selgroogsete, selgroogseid, selgroogsetel, selgroogse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπονδυλωτό
σπονδυλωτό πρόγραμμα ειδικής αγωγής, σπονδυλωτό ζώο, χελώνα σπονδυλωτό, σπονδυλωτό φλάουτο, βάτραχος σπονδυλωτό, σπονδυλωτό λεξικό γλώσσας εσθονικά, σπονδυλωτό στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σπογγώδης στα εσθονικά - poorne, käsnjas, urbne, urbseks, poorne.Need
- σπονδυλικός στα εσθονικά - lülisamba, selgroojätkete, lülisambamurdude, selgroolülimurdude, selgroolülide
- σποραδικός στα εσθονικά - sporaadiline, episoodiline, juhuslik, sporaadilise, pisteline
- σπουδάζω στα εσθονικά - õppima, uuring, uurimus, uuringu, uuringus, uuringut
Τυχαίες λέξεις
Σπονδυλωτό στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: selgroogne, selgroogsete, selgroogseid, selgroogsetel, selgroogse
Μεταφράσεις: selgroogne, selgroogsete, selgroogseid, selgroogsetel, selgroogse