Σπονδυλωτό στα πολωνικά

Μετάφραση: σπονδυλωτό, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kręgowiec, kręgowców, kręgowca, kręgowych
Σπονδυλωτό στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σπονδυλωτό

σπονδυλωτό πρόγραμμα ειδικής αγωγής, σπονδυλωτό ζώο, χελώνα σπονδυλωτό, σπονδυλωτό φλάουτο, βάτραχος σπονδυλωτό, σπονδυλωτό λεξικό γλώσσας πολωνικά, σπονδυλωτό στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • σπογγώδης στα πολωνικά - porowaty, gąbkowaty, gąbczasty, pulchny, bibulasty, gąbczasta, gąbczaste
  • σπονδυλικός στα πολωνικά - pacierzowy, kręgowy, kręgów, kręgosłup, kręgowych, kręgowe
  • σποραδικός στα πολωνικά - okolicznościowy, sezonowy, przypadkowy, nieregularny, rzadki, luźny, przelotny, ...
  • σπουδάζω στα πολωνικά - pracownia, wystudiować, studia, kształcić, studium, dociekanie, przepatrywać, ...
Τυχαίες λέξεις
Σπονδυλωτό στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kręgowiec, kręgowców, kręgowca, kręgowych