Συνωστισμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνωστισμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
струпване, изтласкване, струпването, сгъстявания, изместване
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνωστισμός
συνωστισμός ετυμολογία, συνωστισμόσ τησ σμύρνησ, συνωστισμός λεξικο, συνωστισμός δοντιών, συνωστισμός μεταφραση, συνωστισμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνωστισμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνωμοτώ στα βουλγαρικά - фабула, complot
- συνωμότης στα βουλγαρικά - конспиратор, заговорник, престъпна група, на престъпна, на престъпна група
- συνύπαρξη στα βουλγαρικά - съжителство, съвместно съществуване, съвместното съществуване, на съвместното съществуване, съжителството
- συνώνυμος στα βουλγαρικά - синонимен, синоним, синоним на, синоними, в синоним
Τυχαίες λέξεις
Συνωστισμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: струпване, изтласкване, струпването, сгъстявания, изместване
Μεταφράσεις: струпване, изтласкване, струпването, сгъстявания, изместване