Συσκευαστής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συσκευαστής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опаковчик, почвоуплътнител, пакер, опаковчикът, пакетиращо предприятие
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσκευαστής
συσκευαστής κενού αέρος, συσκευαστής αεροστεγούς φύλαξης, συσκευαστής αεροστεγούς, συσκευαστής τροφίμων, συσκευαστής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συσκευαστής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συσκευή στα βουλγαρικά - план, приспособление, уред, апарат, устройство, устройството
- συσκευασία στα βουλγαρικά - опаковки, пакет, опаковка, пакетите, на пакетите, пакета
- συσπειρώνω στα βουλγαρικά - бобина, намотка, серпентина, рулони, спирала
- συσσωμάτωμα στα βουλγαρικά - агрегат, съвкупното, сборната, съвкупност, съвкупната
Τυχαίες λέξεις
Συσκευαστής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: опаковчик, почвоуплътнител, пакер, опаковчикът, пакетиращо предприятие
Μεταφράσεις: опаковчик, почвоуплътнител, пакер, опаковчикът, пакетиращо предприятие