Σφετερισμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σφετερισμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
анексия, узурпиране, присвояване, узурпация, опит за присвояване, заграбване
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφετερισμός
σφετερισμός συνώνυμα, σφετερισμός συνώνυμο, σφετερισμός σημασία, σφετερισμός ορισμός, σφετερισμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σφετερισμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σφαδάζω στα βουλγαρικά - гърчене, кривене, превиване, виене, мъча се
- σφετερίζομαι στα βουλγαρικά - узурпира, узурпират, си присвоява, присвоят, да си присвоява
- σφηνώνω στα βουλγαρικά - клуб, домил, конфитюр, сладко, засядане, задръстване, заседнала
- σφικτά στα βουλγαρικά - плътно, здраво, тясно, силно, строго
Τυχαίες λέξεις
Σφετερισμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: анексия, узурпиране, присвояване, узурпация, опит за присвояване, заграбване
Μεταφράσεις: анексия, узурпиране, присвояване, узурпация, опит за присвояване, заграбване