Σφετερισμός στα δανικά
Μετάφραση: σφετερισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
usurpation, tilegnelse, ulovlig tilegnelse, bemægtigelse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφετερισμός
σφετερισμός συνώνυμα, σφετερισμός συνώνυμο, σφετερισμός σημασία, σφετερισμός ορισμός, σφετερισμός λεξικό γλώσσας δανικά, σφετερισμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- σφαδάζω στα δανικά - vride, vride sig
- σφετερίζομαι στα δανικά - tilrane, tilrane sig, bemægtige sig, bemægtige, at tilrane sig
- σφηνώνω στα δανικά - syltetøj, marmelade, papirstop, jam, papirstoppet
- σφικτά στα δανικά - stramt, tæt, fast, holdes tæt, skal holdes tæt
Τυχαίες λέξεις
Σφετερισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: usurpation, tilegnelse, ulovlig tilegnelse, bemægtigelse
Μεταφράσεις: usurpation, tilegnelse, ulovlig tilegnelse, bemægtigelse