Σφετερισμός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: σφετερισμός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
узурпација, узурпацијата, присвојување, присвојувањето, приграбување
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφετερισμός
σφετερισμός συνώνυμα, σφετερισμός συνώνυμο, σφετερισμός σημασία, σφετερισμός ορισμός, σφετερισμός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σφετερισμός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- σφαδάζω στα σλαβομακεδονικά - writhe
- σφετερίζομαι στα σλαβομακεδονικά - узурпираат, узурпира, го узурпираат, ја узурпира, се присвои
- σφηνώνω στα σλαβομακεδονικά - џем, мармалад, метеж, кајсија, џем од
- σφικτά στα σλαβομακεδονικά - цврсто, тесно, добро, цврсто се, строго
Τυχαίες λέξεις
Σφετερισμός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: узурпација, узурпацијата, присвојување, присвојувањето, приграбување
Μεταφράσεις: узурпација, узурпацијата, присвојување, присвојувањето, приграбување