Τσάπα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τσάπα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лопата, мотика, копае, окопавам, нос, копая
Τσάπα στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσάπα

τσάπα τιμη, αμπελουργική τσάπα, βάσω τσάπα, μύρνα τσάπα, τσάπα jcb, τσάπα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τσάπα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τσάμπα στα βουλγαρικά - безплатно, за свободно, абсолютно безплатно, абсолютно безплатно След, в свободно
  • τσάντα στα βουλγαρικά - чанта, сак, торба, кошница, торбичка, чантата
  • τσέλο στα βουλγαρικά - виолончело, чело, виолончелото, виолончелист, по виолончело
  • τσέπη στα βουλγαρικά - джоб, джоба, джобни, джоба на, джобен
Τυχαίες λέξεις
Τσάπα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лопата, мотика, копае, окопавам, нос, копая