Τσέπη στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τσέπη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
джоб, джоба, джобни, джоба на, джобен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσέπη
τσέπη τζιν, τσέπη συνώνυμο, ονειροκριτης τσέπη, τσέπη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τσέπη στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τσάπα στα βουλγαρικά - лопата, мотика, копае, окопавам, нос, копая
- τσέλο στα βουλγαρικά - виолончело, чело, виолончелото, виолончелист, по виолончело
- τσίμπημα στα βουλγαρικά - ужилване, жило, при ужилване, при ужилване от, уязвявам
- τσίμπλα στα βουλγαρικά - сън, окото, око, очите, очи, на очите
Τυχαίες λέξεις
Τσέπη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: джоб, джоба, джобни, джоба на, джобен
Μεταφράσεις: джоб, джоба, джобни, джоба на, джобен