Τσέπη στα λιθουανικά

Μετάφραση: τσέπη, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kišenė, kišeninis, Pocket, kišenėje, kišenės
Τσέπη στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσέπη

τσέπη τζιν, τσέπη συνώνυμο, ονειροκριτης τσέπη, τσέπη λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τσέπη στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • τσάπα στα λιθουανικά - kastuvas, išpurenti, kauptukas, purenti, kultivatorius, kauplys
  • τσέλο στα λιθουανικά - violončelė, violončelei, cello, violončelių, violončelės
  • τσίμπημα στα λιθουανικά - kąsti, įkandimas, įgėlimas, geluonis, gėlimas, gelti, apkandžioti
  • τσίμπλα στα λιθουανικά - miegas, akių, akis, akies, akys, akį
Τυχαίες λέξεις
Τσέπη στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kišenė, kišeninis, Pocket, kišenėje, kišenės