Τσέπη στα ουκρανικά

Μετάφραση: τσέπη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рябий, кишеню, кишеня, кишені, карман
Τσέπη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσέπη

τσέπη τζιν, τσέπη συνώνυμο, ονειροκριτης τσέπη, τσέπη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσέπη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τσάπα στα ουκρανικά - мотика, сапа, мотига
  • τσέλο στα ουκρανικά - віолончель, виолончель
  • τσίμπημα στα ουκρανικά - кусатися, роз'їдати, укус, палити, отруєння, жало, тиснуло
  • τσίμπλα στα ουκρανικά - сон, спати, німіти, очей, око, віч
Τυχαίες λέξεις
Τσέπη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рябий, кишеню, кишеня, кишені, карман