Τσέπη στα δανικά
Μετάφραση: τσέπη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lomme, lommen, pocket, lommer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσέπη
τσέπη τζιν, τσέπη συνώνυμο, ονειροκριτης τσέπη, τσέπη λεξικό γλώσσας δανικά, τσέπη στα δανικά
Μεταφράσεις
- τσάπα στα δανικά - spade, hoe, hakke, radrenser, lugejern, hyppe
- τσέλο στα δανικά - cello, celloen, på cello, celloens
- τσίμπημα στα δανικά - bide, stik, Sting, brod, brodden, Sting live
- τσίμπλα στα δανικά - slummer, sove, eye, øje, øjet, øjne, øjnene
Τυχαίες λέξεις
Τσέπη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lomme, lommen, pocket, lommer
Μεταφράσεις: lomme, lommen, pocket, lommer