Φάρμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: φάρμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ферма, фермата, стопанствата, земеделските стопанства, на земеделските стопанства
Φάρμα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φάρμα

φάρμα πανορμίτης, φάρμα agreco, φάρμα κουτσιώφτη, φάρμα φωτιάδη, φάρμα ηλείας, φάρμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φάρμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • φάρα στα βουλγαρικά - племе, племето, племена, коляно
  • φάρδος στα βουλγαρικά - ширина, широчина, ширината, ширина на, широчина на
  • φάρμακο στα βουλγαρικά - медицина, лекарство, медицината, лекарства
  • φάση στα βουλγαρικά - фаза, сцена, фаза на, фазата, фазова
Τυχαίες λέξεις
Φάρμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ферма, фермата, стопанствата, земеделските стопанства, на земеделските стопанства