Φάρμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: φάρμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boerderij, farm, landbouwbedrijf, de boerderij, tweedehands
Φάρμα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φάρμα

φάρμα πανορμίτης, φάρμα agreco, φάρμα κουτσιώφτη, φάρμα φωτιάδη, φάρμα ηλείας, φάρμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φάρμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φάρα στα ολλανδικά - geslacht, volksstam, stam, stam van
  • φάρδος στα ολλανδικά - uitgestrektheid, wijdte, baan, breedte, ruimheid, breed, breedte van, ...
  • φάρμακο στα ολλανδικά - medicijn, artsenij, geneeskunde, geneesmiddel, medicijnen, de geneeskunde
  • φάση στα ολλανδικά - stadium, podium, leiding, fase, toneel, etappe, schijngestalte, ...
Τυχαίες λέξεις
Φάρμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: boerderij, farm, landbouwbedrijf, de boerderij, tweedehands