Φτάρνισμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: φτάρνισμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кихане, кихам, киха, кихат, кихате
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φτάρνισμα
αλλεργικό φτάρνισμα, φτέρνισμα και εγκυμοσύνη, εμβρυικό φτάρνισμα, γάτα φτέρνισμα, φτάρνισμα ή φτέρνισμα, φτάρνισμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φτάρνισμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- φρύδι στα βουλγαρικά - вежда, вежди, веждите, веждата, за вежди
- φτάνω στα βουλγαρικά - да е достатъчно, да бъде достатъчно, бъде достатъчно, е достатъчно, достатъчно
- φτέρη στα βουλγαρικά - папратовидни, папрат, папратово, папратта, папратите
- φτέρνα στα βουλγαρικά - пета, петата, на петата, петите, ток
Τυχαίες λέξεις
Φτάρνισμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кихане, кихам, киха, кихат, кихате
Μεταφράσεις: кихане, кихам, киха, кихат, кихате