Φτάρνισμα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: φτάρνισμα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чхаць, чмыхаць, прымусіць чмыхаць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φτάρνισμα
αλλεργικό φτάρνισμα, φτέρνισμα και εγκυμοσύνη, εμβρυικό φτάρνισμα, γάτα φτέρνισμα, φτάρνισμα ή φτέρνισμα, φτάρνισμα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, φτάρνισμα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- φρύδι στα λευκορωσικά - лоб, чало, брыво, бровь, бровы, броў
- φτάνω στα λευκορωσικά - прыстань, прыходзiць, адбыцца, быць дастаткова, быць досыць
- φτέρη στα λευκορωσικά - папараць, папараці, папаратнік
- φτέρνα στα λευκορωσικά - пята, абцас, Каблук, абцаса, абцасы
Τυχαίες λέξεις
Φτάρνισμα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: чхаць, чмыхаць, прымусіць чмыхаць
Μεταφράσεις: чхаць, чмыхаць, прымусіць чмыхаць