Φυλακίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: φυλακίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
интерниран, стажант, стаж, ординатор, стажантка
Φυλακίζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φυλακίζω

φυλακίζω αγγλικα, φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φυλακίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • φυλή στα βουλγαρικά - раса, състезание, съст, състезанието, надпревара
  • φυλακή στα βουλγαρικά - затвор, затвора, затворите, тъмница
  • φυλακισμένος στα βουλγαρικά - затворник, пленник, плен, затворника
  • φυλαχτό στα βουλγαρικά - талисман, талисмана, талисмани, талисманът
Τυχαίες λέξεις
Φυλακίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: интерниран, стажант, стаж, ординатор, стажантка