Φυλακίζω στα δανικά

Μετάφραση: φυλακίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
praktikant, intern, praktikanten, internere, praktik
Φυλακίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φυλακίζω

φυλακίζω αγγλικα, φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω λεξικό γλώσσας δανικά, φυλακίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • φυλή στα δανικά - stamme, løb, løbet, kapløb, kapløbet
  • φυλακή στα δανικά - fængsel, fængslet, fængsler, fængslerne
  • φυλακισμένος στα δανικά - fange, fangen, til fange, indsat, fanger
  • φυλαχτό στα δανικά - talisman, af Talisman, Talismanen
Τυχαίες λέξεις
Φυλακίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: praktikant, intern, praktikanten, internere, praktik