Αρχαιολογία στα γερμανικά

Μετάφραση: αρχαιολογία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
archäologie, Archäologie, der Archäologie, die Archäologie
Αρχαιολογία στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρχαιολογία

αρχαιολογία της πόλης των αθηνών, αρχαιολογία πανεπιστήμιο κύπρου, αρχαιολογία και διαχείριση πολιτισμικής κληρονομιάς, αρχαιολογία θεωρίες μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, αρχαιολογία νέα, αρχαιολογία λεξικό γλώσσας γερμανικά, αρχαιολογία στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αρχίζω στα γερμανικά - beginn, start, auftakt, beginnen, starten, anfang, anfangen, ...
  • αρχαίος στα γερμανικά - archaisch, veraltet, altertümlich, alt, uralt, alten, alte, ...
  • αρχαιολογικός στα γερμανικά - archäologisch, archäologischen, archäologische, archäologischer, Ausgrabungs
  • αρχαιολόγος στα γερμανικά - Archäologe, Archäologen, Archäologin
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολογία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: archäologie, Archäologie, der Archäologie, die Archäologie