Αρχαιολογία στα δανικά
Μετάφραση: αρχαιολογία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
arkæologi, arkæologien, arkæologiske, arkæologisk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιολογία
αρχαιολογία της πόλης των αθηνών, αρχαιολογία πανεπιστήμιο κύπρου, αρχαιολογία και διαχείριση πολιτισμικής κληρονομιάς, αρχαιολογία θεωρίες μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, αρχαιολογία νέα, αρχαιολογία λεξικό γλώσσας δανικά, αρχαιολογία στα δανικά
Μεταφράσεις
- αρχίζω στα δανικά - begynde, start, begyndelse, starten, starte, startsiden, begyndelsen
- αρχαίος στα δανικά - gammel, gamle, antikke, det gamle, oldtidens
- αρχαιολογικός στα δανικά - arkæologiske, arkæologisk, arkaeologisk, den arkæologiske
- αρχαιολόγος στα δανικά - arkæolog, arkæologen, arkæologer, archaeologist
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολογία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: arkæologi, arkæologien, arkæologiske, arkæologisk
Μεταφράσεις: arkæologi, arkæologien, arkæologiske, arkæologisk