Αρχαιολογία στα ιταλικά
Μετάφραση: αρχαιολογία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
archeologia, l'archeologia, dell'archeologia, archeologico, di archeologia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιολογία
αρχαιολογία της πόλης των αθηνών, αρχαιολογία πανεπιστήμιο κύπρου, αρχαιολογία και διαχείριση πολιτισμικής κληρονομιάς, αρχαιολογία θεωρίες μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, αρχαιολογία νέα, αρχαιολογία λεξικό γλώσσας ιταλικά, αρχαιολογία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αρχίζω στα ιταλικά - incominciare, avviamento, avvio, inizio, esordire, cominciare, principio, ...
- αρχαίος στα ιταλικά - arcaico, antico, antica, dell'antica, antiche, antichi
- αρχαιολογικός στα ιταλικά - archeologo, archeologico, archeologica, archeologici, archeologiche, archeologico di
- αρχαιολόγος στα ιταλικά - antiquario, archeologo, archeologa, l'archeologo, dell'archeologo, archeologi
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολογία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: archeologia, l'archeologia, dell'archeologia, archeologico, di archeologia
Μεταφράσεις: archeologia, l'archeologia, dell'archeologia, archeologico, di archeologia