Επιτρεπτός στα γερμανικά
Μετάφραση: επιτρεπτός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zulässig, zulässigen, zulässige, zulässiger, erlaubten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτρεπτός
επιτρεπτός λεξικό γλώσσας γερμανικά, επιτρεπτός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- επιτομή στα γερμανικά - prototyp, abriss, auszug, inhaltsangabe, inbegriff, muster, handbuch, ...
- επιτρέπω στα γερμανικά - ermöglichen, lassen, lizenz, reservieren, erlaubnisschein, erlaubnis, zulassen, ...
- επιτροπή στα γερμανικά - ausschuss, strafgericht, provision, gremium, kommission, komitee, Ausschuss, ...
- επιτυγχάνω στα γερμανικά - erreichen, gelingt, vollziehen, eintreffen, schaffen, erzielen, Schaufel, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιτρεπτός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: zulässig, zulässigen, zulässige, zulässiger, erlaubten
Μεταφράσεις: zulässig, zulässigen, zulässige, zulässiger, erlaubten