Επιτρεπτός στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιτρεπτός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toelaatbaar, geoorloofd, toegestane, toelaatbare, toegelaten
Επιτρεπτός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτρεπτός

επιτρεπτός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιτρεπτός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιτομή στα ολλανδικά - prototype, samenvatting, uittreksel, belichaming, epitome, verpersoonlijkte epitome
  • επιτρέπω στα ολλανδικά - gedogen, toelaten, vergunnen, laten, veroorloven, verlof, licentie, ...
  • επιτροπή στα ολλανδικά - boodschap, gerechtsgebouw, commissie, opdracht, gerecht, comité, balie, ...
  • επιτυγχάνω στα ολλανδικά - gedijen, bereiken, slagen, floreren, verkrijgen, klaarspelen, inhalen, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιτρεπτός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toelaatbaar, geoorloofd, toegestane, toelaatbare, toegelaten