Ευνοϊκά στα γερμανικά
Μετάφραση: ευνοϊκά, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefällige, günstig, positiv, vorteilhaft, günstiger
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευνοϊκά
ευνοϊκά δάνεια επιμερισμού ρίσκου, ευνοϊκά λεξικό γλώσσας γερμανικά, ευνοϊκά στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ευμεταβλησία στα γερμανικά - wankelmut, unstetigkeit, unsicherheit, evmetavlisia
- ευνουχισμός στα γερμανικά - kastration, Kastration, Kastrations, der Kastration, die Kastration
- ευνοϊκός στα γερμανικά - günstig, gefällig, positiv, vorteilhaft, günstigen, günstige
- ευνοώ στα γερμανικά - gefallen, gefälligkeit, gunst, wohlwollen, begünstigung, begünstigen, favorisieren, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευνοϊκά στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gefällige, günstig, positiv, vorteilhaft, günstiger
Μεταφράσεις: gefällige, günstig, positiv, vorteilhaft, günstiger