Ευνοϊκά στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευνοϊκά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gunstig, positief, gunstige, gunstiger, een gunstige
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευνοϊκά
ευνοϊκά δάνεια επιμερισμού ρίσκου, ευνοϊκά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευνοϊκά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευμεταβλησία στα ολλανδικά - evmetavlisia
- ευνουχισμός στα ολλανδικά - castratie, castreren, de castratie, het castreren
- ευνοϊκός στα ολλανδικά - goedgezind, gunstig, toegenegen, gunstige, gunstiger, positief, positieve
- ευνοώ στα ολλανδικά - gunst, genadigheid, begunstiging, begunstigen, bevorderen, voorkeur, bevoordelen
Τυχαίες λέξεις
Ευνοϊκά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gunstig, positief, gunstige, gunstiger, een gunstige
Μεταφράσεις: gunstig, positief, gunstige, gunstiger, een gunstige