Υπομονή στα γερμανικά
Μετάφραση: υπομονή, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
duldsamkeit, ausdauer, geduld, Geduld, wenig Geduld, die Geduld, ein wenig Geduld
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπομονή
υπομονή αγγλικά, υπομονή του ιώβ, υπομονή ετυμολογία, υπομονή μπιθικώτσης, υπομονή στίχοι, υπομονή λεξικό γλώσσας γερμανικά, υπομονή στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- υπολοχαγός στα γερμανικά - vertreter, Leutnant, Oberleutnant, Lieutenant
- υπομένω στα γερμανικά - ausstehen, vertragen, ertragen, aushalten, erdulden, erleiden, trotzen, ...
- υπομονετικά στα γερμανικά - geduldig, Geduld, geduldig zu, mit Geduld
- υπομονετικός στα γερμανικά - geduldig, patient, Patient, Patienten, Patientin
Τυχαίες λέξεις
Υπομονή στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: duldsamkeit, ausdauer, geduld, Geduld, wenig Geduld, die Geduld, ein wenig Geduld
Μεταφράσεις: duldsamkeit, ausdauer, geduld, Geduld, wenig Geduld, die Geduld, ein wenig Geduld