Υπομονή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υπομονή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caminho, paciência, a paciência, de paciência, perseverança
Υπομονή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπομονή

υπομονή αγγλικά, υπομονή του ιώβ, υπομονή ετυμολογία, υπομονή μπιθικώτσης, υπομονή στίχοι, υπομονή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπομονή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υπολοχαγός στα πορτογαλικά - acamar, tenente, o Tenente
  • υπομένω στα πορτογαλικά - suportar, padecer, dotar, resistir, continuar, durar, sustentar, ...
  • υπομονετικά στα πορτογαλικά - pacientemente, paciência, com paciência, paciente
  • υπομονετικός στα πορτογαλικά - paciente, paciência, doente, pacientes, do paciente, doentes
Τυχαίες λέξεις
Υπομονή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: caminho, paciência, a paciência, de paciência, perseverança