Υπομονή στα ουκρανικά

Μετάφραση: υπομονή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
терпіння, наполегливість, терплячість, терпець, терпеливість
Υπομονή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπομονή

υπομονή αγγλικά, υπομονή του ιώβ, υπομονή ετυμολογία, υπομονή μπιθικώτσης, υπομονή στίχοι, υπομονή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υπομονή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • υπολοχαγός στα ουκρανικά - положення, лейтенант, лейтенанте, лейтенанта
  • υπομένω στα ουκρανικά - продовжуватися, виносити, продовжуватись, тривати, терпіти, зазнавати, терпітиме
  • υπομονετικά στα ουκρανικά - терпляче, терпеливо
  • υπομονετικός στα ουκρανικά - пацієнт, хворий, терплячий, поранений, терпеливий
Τυχαίες λέξεις
Υπομονή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: терпіння, наполегливість, терплячість, терпець, терпеливість