Φορολογούμενος στα γερμανικά

Μετάφραση: φορολογούμενος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
steuerzahler, Steuerzahler, Steuerpflichtigen, Steuerpflichtige, Steuerpflichtiger
Φορολογούμενος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φορολογούμενος

νέος φορολογούμενος, έλληνας φορολογούμενος, φορολογούμενος κλίση, φορολογούμενος στα αγγλικά, φορολογούμενος λεξικό γλώσσας γερμανικά, φορολογούμενος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • φορέας στα γερμανικά - bote, postbote, frachtführer, transportunternehmer, briefträger, überbringer, träger, ...
  • φορητός στα γερμανικά - übertragbar, tragbar, portierbar, portabel, tragbaren, tragbare, portable
  • φορολογώ στα γερμανικά - bestreuen, strapazieren, streue, gebühr, besteuern, steuer, abgabe, ...
  • φορτίζω στα γερμανικά - beanspruchung, nutzlast, ladung, aufladen, sprengkopf, kopf, fuhre, ...
Τυχαίες λέξεις
Φορολογούμενος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: steuerzahler, Steuerzahler, Steuerpflichtigen, Steuerpflichtige, Steuerpflichtiger