Χειραφετώ στα γερμανικά
Μετάφραση: χειραφετώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
enfranchise
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραφετώ
χειραφετώ ορισμος, χειραφετώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, χειραφετώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- χειραγωγία στα γερμανικά - orientierungshilfe, beratung, ratschlag, führung, anleitung, lenkung, rat, ...
- χειραφέτηση στα γερμανικά - freisetzung, emanzipation, entlassung, befreiung, Emanzipation, Befreiung, Emanzipations, ...
- χειρισμός στα γερμανικά - manipulation, verarbeitung, Manipulation, Manipulations, Manipulationen, Handhabung
- χειριστής στα γερμανικά - führer, anwender, bediener, Betreiber, Operator, Bediener, Bedien
Τυχαίες λέξεις
Χειραφετώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: enfranchise
Μεταφράσεις: enfranchise