Χειραφετώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: χειραφετώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išlaisvinti, suteikti rinkimų teisę, Atleidžiami, Suteikti balsavimo teisę, Dot rinkimų teise
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραφετώ
χειραφετώ ορισμος, χειραφετώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, χειραφετώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- χειραγωγία στα λιθουανικά - manipuliatorius, manipuliatoriaus, manipulator, manipuliatoriumi
- χειραφέτηση στα λιθουανικά - emancipacija, emancipacijos, Išlaisvinimas, išsivadavimas, emancipaciją
- χειρισμός στα λιθουανικά - manipuliacijos, manipuliacija, manipuliavimas, manipuliavimą, manipuliavimo
- χειριστής στα λιθουανικά - operatorius, operatoriaus, veiklos vykdytojas, ūkio subjektas, operatoriui
Τυχαίες λέξεις
Χειραφετώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išlaisvinti, suteikti rinkimų teisę, Atleidžiami, Suteikti balsavimo teisę, Dot rinkimų teise
Μεταφράσεις: išlaisvinti, suteikti rinkimų teisę, Atleidžiami, Suteikti balsavimo teisę, Dot rinkimų teise