Χρηματιστής στα γερμανικά
Μετάφραση: χρηματιστής, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
börsenmakler, effektenmakler, Börsenmakler, Papiermakler, Wertpapiermakler, stockbroker
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρηματιστής
χρηματιστής με τις πυτζάμες, χρηματιστήσ χρόνου, τσαπανίδου χρηματιστής, επάγγελμα χρηματιστής, χρηματιστήσ νίκοσ ιατρού, χρηματιστής λεξικό γλώσσας γερμανικά, χρηματιστής στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- χρειάζομαι στα γερμανικά - dürftigkeit, brauchen, müssen, notlage, bedürfnis, armut, bedürfen, ...
- χρεοκοπημένος στα γερμανικά - ruinieren, bankrotteur, bankrott, Konkurs, in Konkurs, bankrotten, pleite
- χρηματοδοτώ στα γερμανικά - finanzen, Finanzen, Finanzwesen, Finanz, Finanzierungs, Finanzierung
- χρηματοδότηση στα γερμανικά - konsolidierend, Finanzierung, Finanzierungs, Finanzierungen, die Finanzierung
Τυχαίες λέξεις
Χρηματιστής στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: börsenmakler, effektenmakler, Börsenmakler, Papiermakler, Wertpapiermakler, stockbroker
Μεταφράσεις: börsenmakler, effektenmakler, Börsenmakler, Papiermakler, Wertpapiermakler, stockbroker