Oven στα ελληνικά

Μετάφραση: oven, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνω, κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
Oven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oval στα ελληνικά - ωοειδής, Οβάλ, Oval, ωοειδούς, ωοειδή
  • ovarium στα ελληνικά - ωάριο, ωοθήκη, ωοθηκών, ωοθήκης, ωοθήκες, των ωοθηκών
  • ovenfor στα ελληνικά - άνω, πάνω από, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω
  • overalt στα ελληνικά - παντού, κόσμο, οπουδήποτε, όλων των περιοχών, παντού στην
Τυχαίες λέξεις
Oven στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνω, κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top