Άρδευση στα δανικά
Μετάφραση: άρδευση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kunstvanding, vanding, overrisling, irrigation, kunstig vanding
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άρδευση
άρδευση ελιάς, άρδευση με επεξεργασμένα λύματα, άρδευση με αυλάκια, άρδευση με καταιονισμό, άρδευση με σταγόνες, άρδευση λεξικό γλώσσας δανικά, άρδευση στα δανικά
Μεταφράσεις
- άραγε στα δανικά - altså, derfor, jeg spekulerer, jeg spekulerer på, Gad vide, jeg spørger mig selv
- άργιλος στα δανικά - ler, mudder, leret, clay
- άρθρο στα δανικά - vare, paragraf, artikel, ting, artiklen, Artikel, artikelnummer, ...
- άρθρωση στα δανικά - fælles, led, Blandede, joint, fællesforetagendet, faelles
Τυχαίες λέξεις
Άρδευση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kunstvanding, vanding, overrisling, irrigation, kunstig vanding
Μεταφράσεις: kunstvanding, vanding, overrisling, irrigation, kunstig vanding