Έμπορος στα δανικά
Μετάφραση: έμπορος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forhandler, forhandleren, forhandler af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμπορος
έμπορος βρεφών rex, έμπορος βενετίας, έμπορος της βενετίας, έμπορος λιανικής, έμπορος αυτοκινήτων θεσσαλονίκη, έμπορος λεξικό γλώσσας δανικά, έμπορος στα δανικά
Μεταφράσεις
- έμπνευση στα δανικά - inspiration, inspirere, inspirationen, inspireret
- έμπορας στα δανικά - grosserer, købmand, handlende, handelsskibe, købmanden, merchant
- έμφαση στα δανικά - eftertryk, vægt, fokus, lægges vægt, vægten, lægges
- έμψυχος στα δανικά - animere, animerer, at animere, animeres, animate
Τυχαίες λέξεις
Έμπορος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forhandler, forhandleren, forhandler af
Μεταφράσεις: forhandler, forhandleren, forhandler af