Έμπορος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έμπορος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
revendedor, negociante, comerciante, concessionário, distribuidor
Έμπορος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έμπορος

έμπορος βρεφών rex, έμπορος βενετίας, έμπορος της βενετίας, έμπορος λιανικής, έμπορος αυτοκινήτων θεσσαλονίκη, έμπορος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έμπορος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έμπνευση στα πορτογαλικά - inspiração, a inspiração, de inspiração, da inspiração
  • έμπορας στα πορτογαλικά - comerciante, negociante, mercadoria, mercador, mercante, comercial, comerciante de
  • έμφαση στα πορτογαλικά - emoção, ênfase, destaque, tónica, a ênfase, importância
  • έμψυχος στα πορτογαλικά - animar, animado, animam, animados, animá
Τυχαίες λέξεις
Έμπορος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: revendedor, negociante, comerciante, concessionário, distribuidor