Έμπορος στα ουκρανικά
Μετάφραση: έμπορος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
торгівець, маклер, дилерський, дилер, крамар, ділер, дилером
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμπορος
έμπορος βρεφών rex, έμπορος βενετίας, έμπορος της βενετίας, έμπορος λιανικής, έμπορος αυτοκινήτων θεσσαλονίκη, έμπορος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έμπορος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- έμπνευση στα ουκρανικά - інспектує, натхнення, наснагу
- έμπορας στα ουκρανικά - торгівля, ходовий, торговець, продавець, торгівець
- έμφαση στα ουκρανικά - акцент, наголос, наголошення, сила, виразність
- έμψυχος στα ουκρανικά - оживляти, оживити, надихніть, пожвавити
Τυχαίες λέξεις
Έμπορος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: торгівець, маклер, дилерський, дилер, крамар, ділер, дилером
Μεταφράσεις: торгівець, маклер, дилерський, дилер, крамар, ділер, дилером