Έρπω στα δανικά

Μετάφραση: έρπω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
krybe, Sneak, snige, smugkig, snige sig, luskebuks
Έρπω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έρπω

έρπω λεξικό γλώσσας δανικά, έρπω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έρημος στα δανικά - ørken, ørkenen, desert, øde
  • έρμα στα δανικά - ballast, forkobling, ballasten, ballasttanke
  • έρχομαι στα δανικά - komme, kommer, kommet, vende, kom
  • έρωτας στα δανικά - elske, kærlighed, køn, elsker, love
Τυχαίες λέξεις
Έρπω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: krybe, Sneak, snige, smugkig, snige sig, luskebuks