Έρπω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έρπω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rastejamento, rastejar, esgueirar-se, furtivo, espreitadela, de espreitadela, do sneak
Έρπω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έρπω

έρπω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έρπω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έρημος στα πορτογαλικά - deserto, do deserto, desert, deserto de, deserto do
  • έρμα στα πορτογαλικά - balastro, estiva, lastro, de lastro, reator, ballast
  • έρχομαι στα πορτογαλικά - vir, proceder, vindo, provir, chegar, entrar, vêm, ...
  • έρωτας στα πορτογαλικά - sexo, sexualidade, amor, costurar, coser, sex., amo, ...
Τυχαίες λέξεις
Έρπω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rastejamento, rastejar, esgueirar-se, furtivo, espreitadela, de espreitadela, do sneak