Έρπω στα ολλανδικά

Μετάφραση: έρπω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruipen, sluipen, sneak, stiekemerd, voorproefje, avant
Έρπω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έρπω

έρπω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έρπω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έρημος στα ολλανδικά - woestijn, de woestijn, desert, woestijn van, onbewoond
  • έρμα στα ολλανδικά - ballast, voorschakelapparaat, ballastwater, ballasttanks, VSA
  • έρχομαι στα ολλανδικά - komen, afstammen, gekomen, zijn, komt, kom
  • έρωτας στα ολλανδικά - kunne, beminnen, liefhebben, geslacht, min, sekse, liefde, ...
Τυχαίες λέξεις
Έρπω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruipen, sluipen, sneak, stiekemerd, voorproefje, avant