Έχω στα δανικά

Μετάφραση: έχω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
have, besidde, eje, få, modtage, har, er, nødt
Έχω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έχω

έχω αμκα, έχω τρελαθεί μαζί σου, έχω ανάγκη - παπακωνσταντίνου, έχω τρελαθεί μαζί σου στίχοι, έχω γιορτή, έχω λεξικό γλώσσας δανικά, έχω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έφυγα στα δανικά - venstre, jeg, I
  • έχε στα δανικά - få, modtage, eje, har, have, har du, Tag
  • ή στα δανικά - eller, og, eller i, eller en
  • ήβη στα δανικά - pubertet, pubescence
Τυχαίες λέξεις
Έχω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: have, besidde, eje, få, modtage, har, er, nødt