Αεράκι στα δανικά
Μετάφραση: αεράκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vind, brise, leg, breeze, stille
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αεράκι
αεράκι - νατάσα μποφίλιου, αεράκι συνώνυμα, φύσα αεράκι, αεράκι μποφίλιου lyrics, αεράκι - μποφίλιου νατάσσα, αεράκι λεξικό γλώσσας δανικά, αεράκι στα δανικά
Μεταφράσεις
- αδύνατον στα δανικά - umulig, umuligt, muligt, umulige, ikke muligt
- αδύνατος στα δανικά - svag, svage, svagt, ringe, en svag
- αερίζω στα δανικά - ventilere, udluftes, ventilerer, lufte, ventileres
- αερισμός στα δανικά - ventilation, udluftning, ventilationen, ventilationsudstyr, ventilations-
Τυχαίες λέξεις
Αεράκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vind, brise, leg, breeze, stille
Μεταφράσεις: vind, brise, leg, breeze, stille