Αεράκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: αεράκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bries, wind, briesje, krachtige wind, stil
Αεράκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αεράκι

αεράκι - νατάσα μποφίλιου, αεράκι συνώνυμα, φύσα αεράκι, αεράκι μποφίλιου lyrics, αεράκι - μποφίλιου νατάσσα, αεράκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αεράκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδύνατον στα ολλανδικά - onbestaanbaar, onuitstaanbaar, uitgesloten, onmogelijk, onmogelijk op, onmogelijk op een, onmogelijk is, ...
  • αδύνατος στα ολλανδικά - zwak, zwakke, weak, zwak is, een zwakke
  • αερίζω στα ολλανδικά - ventileren, waaien, wannen, luchten, uitluchten, spuien, te ventileren, ...
  • αερισμός στα ολλανδικά - luchtverversing, ademhaling, ventilatie, ventilatiesysteem, de ventilatie, ventilatie-
Τυχαίες λέξεις
Αεράκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bries, wind, briesje, krachtige wind, stil