Αεράκι στα πολωνικά
Μετάφραση: αεράκι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powiew, łatwizna, wietrzyk, wicherek, bryza, bąk, wiatr, wiaterek, breeze
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αεράκι
αεράκι - νατάσα μποφίλιου, αεράκι συνώνυμα, φύσα αεράκι, αεράκι μποφίλιου lyrics, αεράκι - μποφίλιου νατάσσα, αεράκι λεξικό γλώσσας πολωνικά, αεράκι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αδύνατον στα πολωνικά - niemożliwy, nieprawdopodobny, niemożliwe, możliwe, niemożliwa
- αδύνατος στα πολωνικά - cherlawy, mizerny, drobny, słabowity, słaby, słabe, słaba, ...
- αερίζω στα πολωνικά - utleniać, przewietrzyć, przewietrzać, gazować, wentylować, roztrząsać, wietrzyć, ...
- αερισμός στα πολωνικά - nawiew, przewietrzenie, wentylacja, przewietrzanie, wietrzenie, wentylacji, wentylację, ...
Τυχαίες λέξεις
Αεράκι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: powiew, łatwizna, wietrzyk, wicherek, bryza, bąk, wiatr, wiaterek, breeze
Μεταφράσεις: powiew, łatwizna, wietrzyk, wicherek, bryza, bąk, wiatr, wiaterek, breeze