Ακολουθία στα δανικά
Μετάφραση: ακολουθία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sekvens, sekvensen, rækkefølge
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακολουθία
ακολουθία γάμου, ακολουθία του νυμφίου, ακολουθία φιμπονατσι, ακολουθία θείας μεταλήψεως mp3, ακολουθία μεταλήψεως, ακολουθία λεξικό γλώσσας δανικά, ακολουθία στα δανικά
Μεταφράσεις
- ακοινώνητος στα δανικά - asocial, unsociable, usociale, asociale, uselskabelig
- ακολασία στα δανικά - udsvævelser, orgie, tøjlesløshed, liderlighed, umådehold, Tojlesloshed
- ακολουθώ στα δανικά - følge, ledsage, følg, følger, at følge, du følge
- ακονίζω στα δανικά - skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper
Τυχαίες λέξεις
Ακολουθία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sekvens, sekvensen, rækkefølge
Μεταφράσεις: sekvens, sekvensen, rækkefølge