Ακολουθία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ακολουθία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seguinte, escapar, escolta, seguidores, escoltar, acompanhamento, seqüência, sequência, sequência de, sequ�cia, seqüência de
Ακολουθία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακολουθία

ακολουθία γάμου, ακολουθία του νυμφίου, ακολουθία φιμπονατσι, ακολουθία θείας μεταλήψεως mp3, ακολουθία μεταλήψεως, ακολουθία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακολουθία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ακοινώνητος στα πορτογαλικά - insociável, unsociable, arredio, pouco sociável
  • ακολασία στα πορτογαλικά - orgia, bacanal, licenciosidade, libertinagem, licentiousness, a licenciosidade, lascívia
  • ακολουθώ στα πορτογαλικά - povo, seguir, suceder, acompanhar, povos, siga, seguem, ...
  • ακονίζω στα πορτογαλικά - acerar, afiar, afinar, aguçar, sharpen, aprimorar
Τυχαίες λέξεις
Ακολουθία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: seguinte, escapar, escolta, seguidores, escoltar, acompanhamento, seqüência, sequência, sequência de, sequ�cia, seqüência de