Ακουστικός στα δανικά
Μετάφραση: ακουστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
auditive, auditiv, akustiske, lydsignal, auditivt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουστικός
ακουστικός φλοιός, ακουστικός σχεδιασμός και πολυμέσα, ακουστικόσ αφρόσ, ακουστικός μετεωρισμός, ακουστικόσ σχεδιασμόσ χώρων, ακουστικός λεξικό γλώσσας δανικά, ακουστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ακουμπώ στα δανικά - mager, støtte, tynd, røre, berøre, du trykke, røre ved, ...
- ακουστική στα δανικά - akustik, akustikken, akustiske, akustisk
- ακούσιος στα δανικά - ufrivillig, ufrivillige, ufrivilligt, uforskyldt, utilsigtet
- ακούω στα δανικά - høre, lytte, lyt, lytter, at lytte
Τυχαίες λέξεις
Ακουστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: auditive, auditiv, akustiske, lydsignal, auditivt
Μεταφράσεις: auditive, auditiv, akustiske, lydsignal, auditivt