Ακουστικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: ακουστικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klausos, girdimasis, garsinis, girdimoji, girdimąjį
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουστικός
ακουστικός φλοιός, ακουστικός σχεδιασμός και πολυμέσα, ακουστικόσ αφρόσ, ακουστικός μετεωρισμός, ακουστικόσ σχεδιασμόσ χώρων, ακουστικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ακουστικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ακουμπώ στα λιθουανικά - liesti, paliesti, palieskite, prisiliesti, nelieskite
- ακουστική στα λιθουανικά - akustika, akustiką, akustinės, akustikos, akustinės sistemos
- ακούσιος στα λιθουανικά - nevalingas, priverstinis, nevalingi, netyčinis, nesavanoriškas
- ακούω στα λιθουανικά - paisyti, klausyti, klausytis, išklausyti, pasiklausyti, įsiklausyti
Τυχαίες λέξεις
Ακουστικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: klausos, girdimasis, garsinis, girdimoji, girdimąjį
Μεταφράσεις: klausos, girdimasis, garsinis, girdimoji, girdimąjį